Κολλυριον

[<αρχ. κολλύριον, υποκορ. του κολλύρα] (το) ουσ. (Κ κολλύριον) φάρμακο για τα μάτια. ;-)

Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Adriana Lima








Βίκυ Κουλιανού


Ανθρακούχο... gif


Κατερίνα Γερονικολού





Βάνα Μπάρμπα